H γυναικεία νεοελληνική φορεσιά είναι φτιαγμένη, θα 'λεγε κανείς, περισσότερο για να εντυπωσιάζει παρά για να αναδείξει την ομορφιά του κορμιού. Έχει ρίζες ως προς την υφαντική στην αρχαιότητα, και ως προς το σχήμα, στο Βυζάντιο και στη Δύση (Αναγέννηση). Τα διάφορα στοιχεία πού δέχτηκε κι από άλλες, πολλές και ποικίλες επιδράσεις, τα προσάρμοσε πάντα στις ελληνικές ανάγκες. Με το πέρασμα των χρόνων, τα στοιχεία αυτά -
αρχαιοελληνική και
βυζαντινή παράδοση, ξένες επιδράσεις και φυσικό περιβάλλον - δημιούργησαν μια αφάνταστη ποικιλία: σε κάθε επαρχία, κάθε πόλη, κάθε χωριό συναντάμε δύο ή τρεις παραλλαγές τής ίδιας τοπικής φορεσιάς.
Η εντυπωσιακή ποικιλία των ενδυματολογικών συνόλων που επέζησαν σε όλα τα διαμερίσματα της χώρας μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο νεότερες και παλιότερες παραλλαγές, ή μπερδεύονταν πάνω στην ίδια φορεσιά διάφορα τμήματα τους. Αν κατατάξουμε τις φορεσιές σε τύπους με βάση τον χρόνο, δηλαδή σε παλιότερους (1850-1900) και νεότερους (1900-1940), τότε ένα χωριό μπορεί να ντύνεται με τον παλιότερο τρόπο, ενώ ένα άλλο να συνδυάζει τον νεότερο με τον παλιότερο τρόπο πάνω στην ίδια φορεσιά. Είναι φορές που στο ίδιο χωριό η γιορτινή ενδυμασία είναι του παλιού τύπου και η καθημερινή του νέου. Σε όλα αυτά, που αφορούν κατά κύριο λόγο τα αχνάρια των φορεσιών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα υφάσματα και τα διάφορα εξαρτήματα που τα έφερναν άλλοτε από τη Δύση κι άλλοτε από την Ανατολή, ή ακόμα από τα Ιεροσόλυμα με τα «χατζηλίκια», και πάνω από όλα από την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή από το Παρίσι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην Πόλη κατέληγαν, άλλωστε, όλα τα είδη πολυτελείας κι από εκεί διοχετεύονταν με τους πραματευτάδες σε ολόκληρη την επικράτεια. Τέλος, θα πρέπει να προστεθούν και τα κεντητικά μοτίβα από την Ανατολή, τη Δύση, τον Βορρά και τον Νότο, που συνυπάρχουν με τα γηγενή, αν καταφέρει κανείς να τα διακρίνει και να τα κατατάξει.
Μέρη της γυναικείας φορεσιάς
Όλες οι γυναικείες φορεσιές έχουν ένα βασικό φόρεμα,
το πουκάμισο, ένδυμα κλειστό, συνήθως με μανίκια, με ένα κατακόρυφο άνοιγμα για τον λαιμό. Το μήκος του και τα χρώματα ποικίλλουν, με κυρίαρχο το λευκό χρώμα. Αποτελείται από ένα κεντρικό μονοκόμματο τμήμα, εμπρός-πίσω, και από πλαϊνά λοξά ή ίσα φύλλα, που του προσδίδουν το απαιτούμενο φάρδος για άνετη κίνηση.
Όλες σχεδόν οι γυναικείες φορεσιές έχουν ένα εσώρουχο,
τη φανέλα, με διακοσμητικά πρόσθετα περικάρπια, που φοριέται κυρίως με τις επίσημες φορεσιές. Σπάνιο είναι το εσώρουχο βρακί, που έχει συνήθως μήκος ανάλογο με το μήκος του πουκάμισου. Τα ποδονάρια του βρακιού στολίζονται μόνον όταν φαίνονται κάτω από το πουκάμισο.
Οι γυναικείες φορεσιές έχουν ως ενδιάμεσο ή κύριο ένδυμα ένα
φόρεμα, κομμένο ή άκοπο στη μέση, αμάνικο ή με μανίκια, σε μήκος που ποικίλλει κατά περίπτωση. Παίρνει συνήθως το όνομα του υφάσματος από το οποίο είναι ραμμένο, ή λέγεται φουστάνι. Γυναικείες φορεσιές με κύριο ένδυμα
τη βράκα συναντάμε στη Λέσβο και στις μικρασιατικές ελληνικές πόλεις. Άλλο ενδιάμεσο ένδυμα είναι
η φούστα, που συχνά δεν είναι άλλο από ένα φουστάνι που έχασε με τον καιρό το πανωκόρμι του. Άλλοτε πάλι το ενδιάμεσο ένδυμα είναι ένα φόρεμα-πανωφόρι με μανίκια (
καφτάνι,
αντερί,
καβάδι, κ.λπ.), πιο κοντό από το πουκάμισο, τις περισσότερες φορές από αγοραστό ύφασμα.
Το εξωτερικό ένδυμα είναι ένα
πανωφόρι, συνήθως αμάνικο και πιο σπάνια με μανίκια (
σεγκούνι, γιούρδα,
φλοκάτα,
πιρπιρί,
τζουμπές, κ.λπ.), ραμμένο από μάλλινο δίμιτο ύφασμα της νεροτριβής, το λεγόμενο σαγιάκι, είδος τσόχας. Πολλές φορές όμως το πανωφόρι αυτό είναι από λευκό, μπλε ή μαύρο και, πολύ σπάνια, από σκούρο πράσινο, σχεδόν λαδί, βαμβακερό ύφασμα, και έχει μανίκια. Το ένδυμα αυτό λέγεται
σαγιάς (σε ορισμένα μέρη λέγεται και η σαγιά). Στον ελληνικό χώρο συναντάμε δυο ακόμα ενδύματα,
τον καπλαμά των Μεγάρων και
το καβάι της Καρπάθου, που και αυτά κατατάσσονται στην ομάδα των σαγιάδων. Το καβάι κρατάει το όνομα παλιότερου ενδύματος ενώ ο καπλαμάς παίρνει το όνομα αυτό από τη φόδρα του, τον καπλαμά.
Χαρακτηριστική στις γυναικείες χωρικές φορεσιές είναι
η ποδιά, γιατί το τμήμα του σώματος που καλύπτει αφενός προσφέρεται για διακόσμηση -παρέχει μια ενιαία σχεδόν επιφάνεια- και αφετέρου έχει συμβολικό χαρακτήρα, μια και καλύπτει την πιο σημαντική για τη γυναίκα περιοχή. Παλιότερα η ποδιά φοριόταν μόνον ως τελετουργικό ένδυμα, ενώ σε πολλές περιοχές της Ελλάδος δεν φορέθηκε ποτέ. Μόνο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα συναντάμε δύο είδη ποδιάς, τη γιορτινή και εκείνη της εργασίας. Η ποδιά φορέθηκε και ως ένδυμα προστασίας από το κρύο όπως στη Βόρειο Ελλάδα, ή για να καλύψει κάποια ενδυματολογική ασχήμια, όπως στις Κυκλάδες.
Στα πόδια φορούν πλεκτές
κάλτσες, βαμβακερές, μάλλινες ή μεταξωτές, σε μήκος ανάλογο με το μήκος του πουκάμισου. Σε πολλά χωριά, το καλοκαίρι, οι γυναίκες δεν φορούσαν κάλτσες και
παπούτσια. Στους αγροτικούς και ποιμενικούς πληθυσμούς τα υποδήματα είναι σχεδόν ίδια για άνδρες και γυναίκες και φτιάχνονται πρόχειρα από τους ίδιους. Στα αστικά κέντρα και στα νησιά πιο συνηθισμένα είναι τα
κεντητά πασούμια και σπανιότερες
οι μπότες, που τις συνήθιζαν, στα νησιά κυρίως, ως υποδήματα της δουλειάς. Χαρακτηριστικά γυναικεία υποδήματα είναι και τα
τερλίκια, άλλοτε πλεκτά και άλλοτε από τσόχα ή σαγιάκι που είναι κυρίως υποδήματα του σπιτιού. Στον δρόμο, πάνω από τα τερλίκια, φορούσαν δερμάτινες παντούφλες ή ξύλινα τσόκαρα.
Οι γυναικείες φορεσιές είναι κατάφορτες με αργυρά και άλλα
κοσμήματα, σε περίπλοκους συνδυασμούς, κοσμήματα που στολίζουν το κορμί και το κεφάλι. Πολύπλοκα είναι επίσης τα
κεφαλοκαλύμματα και τα
κεφαλοδέματα, κυρίως τα νυφικά, που διευθετούνται με ξεχωριστή πάντα φροντίδα από γυναίκες που η κοινότητα θεωρεί ως ειδικές.
Οι γυναικείες ελληνικές τοπικές φορεσιές έχουν τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς και παρουσιάζουν συχνά μεγάλη φαντασία στον τρόπο που φοριούνται τα διάφορα τμήματα τους και στα χίλια δυο στολίδια που τις ποικίλλουν.
Φωτογραφίες"Χορός στην Πνύκα" του P.Bonirote, 1842. Λάδι, συλλογή Ιδρύματος Επισκόπου Μακαρίου Γ', Λευκωσία.
"Γυναίκες της Μυκόνου", του Tournefort, 1700-2. Χαρακτικό.
Λεπτομέρειες διαφόρων τμημάτων της φορεσιάς της Μυκόνου, του Tournefort, 1700-2. Χαρακτικό.
"Γυναίκα από τα Μέγαρα", O.M.von Stackelberg, 1811.
ΠηγήΙωάννα Παπαντωνίου, "Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς", Εθνογραφικά 1, Ναύπλιο 1978.
Ιωάννα Παπαντωνίου, "Η Ελληνική ενδυμασία, από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αι.", Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2000.