Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Μια Χίλτον στη μόδα

Η νεαρή Nicky Hilton, της γνωστής οικογένειας των -και- ιδιοκτητών ξενοδοχείων, βρέθηκε στην αρχή της εβδομάδας στην Αθήνα για την παρουσίαση της χειμωνιάτικης συλλογής της από δύο σειρές, Chick και Nickolai, στο πλαίσιο της Διεθνούς Εβδομάδας Μόδας Athens Xclusive.

Τη συνάντησα στην προεδρική σουίτα μεγάλου ξενοδοχείου που δεν φέρει το όνομά της (sic) και παρά την άνεση με την οποία αντιμετωπίζει τους ξένους -φανταστείτε ότι από μωρό η ίδια και η αδελφή της Paris εκτίθενται στο φακό- η εντύπωση που μου έδωσε ήταν αυτή ενός φοβισμένου κοριτσιού. Δεν είναι περίεργο, πάντως, αν σκεφτεί κανείς ότι εννέα στις

δέκα δημοσιεύσεις αφορούν όχι τα ρούχα που φτιάχνει (εντάξει, δεν είναι και η Coco Chanel) αλλά την προσωπική της ζωή και την κληρονομιά της. Η σκέψη και η στάση της απέναντι στα πράγματα, πάντως, φαίνονται σε κάποιο βαθμό από τη συνέντευξη, που βγήκε δύσκολα μια και οι απαντήσεις της ήταν πολύ λακωνικές. Από ανασφάλεια, έλλειψη γνώσης; Ποιος μπορεί να πει;


- Κυρία Χίλτον, η σχεδιαστική καριέρα σας είναι τώρα στον τέταρτο χρόνο της. Ποιος είναι ο απολογισμός σας;
«Ξεκίνησα με το Chick, που ήταν μια γραμμή casual, και το διασκέδασα αλλά δεν μου έβγαζε επαρκώς τη δημιουργικότητά μου, οπότε πέρυσι έκανα και τη γραμμή Nickolai, που νομίζω ότι συμπλήρωσε αυτό που είχα ανάγκη. Μου έδωσε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω πιο ακριβά υφάσματα και μια διαφορετική δομή στη ραφή. Τώρα έχω δύο κατευθύνσεις και είμαι καλύτερα».

- Σας δίδαξε κάτι η μέχρι τώρα πορεία σας;
«Ασφαλώς και έμαθα πράγματα, αλλά αυτό συμβαίνει με κάθε επάγγελμα. Πρέπει να δουλέψεις τις λεπτομέρειες για να έχεις το αποτέλεσμα που προσδοκάς. Ο χώρος είναι πολύ ανταγωνιστικός και έχει μεγάλη προσφορά εκεί έξω, οπότε θα πρέπει να είσαι original για να πετύχεις».

- Αισθάνεστε ότι η επιτυχία της γραμμής συνδέεται με το όνομά σας;
«Νομίζω ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο κόσμος τείνει να σε περνάει από δοκιμασίες ακριβώς γιατί φέρεις ένα επώνυμο. Το ίδιο συνέβη και με τη Στέλλα Μακάρτνεϊ. Ήταν η κόρη ενός Beatle, αλλά τελικά έγινε μια καλή σχεδιάστρια».

- Συμμερίζεστε την άποψη πολλών σχεδιαστών ότι η δημιουργικότητα μπορεί να περιοριστεί από την ανάγκη να είναι τα ρούχα εμπορικά;
«Έχω πάντα στο μυαλό μου ότι πρέπει να φτιάξω ρούχα που να μπορούν να φορεθούν. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βλέπεις στην πασαρέλα ρούχα που είναι cool αλλά κανείς δεν μπορεί να τα φορέσει στην καθημερινότητά του».

- Έχετε έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα. Έχετε επισκεφτεί σημεία ιστορικού ενδιαφέροντος;
«Κυρίως μέσα από το αυτοκίνητο τα είδαμε. Την Ακρόπολη, την Πλάκα...».

- Στην αθηναϊκή αγορά βρεθήκατε;
«Ναι, την προηγούμενη φορά και τη βρήκα cool».

- Εντοπίζετε διαφορές στην αγορά της Ευρώπης σε σχέση με εκείνη της Αμερικής;
«Πολλοί Αμερικανοί αντιγράφουν Ευρωπαίους και το αντίστροφο. Υπάρχουν επιρροές και εδώ και εκεί».

- Οι προβεβλημένοι από τα ΜΜΕ άνθρωποι μπορούν να επηρεάσουν τους λιγότερο γνωστούς με τη συμπεριφορά και την κοινωνική προσφορά τους;
«Ναι, το πιστεύω. Όπως για παράδειγμα η Αντζελίνα Τζολί, που αξιοποιήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι πολύ χρήσιμο».

- Προσωπικά, δραστηριοποιείστε σε κάποιο χώρο;
«Κάνω πολλές φιλανθρωπικές εκδηλώσεις για τη σκλήρυνση κατά πλάκας και τον καρκίνο του μαστού, γιατί έχω χάσει και τις δύο γιαγιάδες μου από αυτή την αιτία».





Της ΕΡΣΗΣ ΒΑΤΟΥ, για την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Ο Βασιλιάς της Μουσελίνας

Ο Jean Dimitre Verginie Dessès ([6 Αυγούστου 1904 – 2 Αυγούστου 1970) ήταν παγκοσμίως από τους σημαντικότερους σχεδιαστές μόδας των δεκαετιών 1940 - 1960. Οι δημιουργίες του ήταν κυρίως πτυχωτές τουαλέτες κατασκευασμένες από μουσελίνα και σιφόν επηρεασμένες από τα αρχαία ελληνικά και αιγυπτιακά ενδύματα. Για αυτές του τις επιλογές ονομάστηκε και ο «Βασιλιάς της Μουσελίνας». Οι δημιουργίες του ήταν πολύ δημοφιλείς στις Ευρωπαίες γαλαζοαίματες και στις ηθοποιούς του κινηματογράφου. Ανάμεσα στις πελάτισσές του ήταν η Ελληνική Βασιλική Οικογένεια, η Δούκισσα του Windsor και η γνωστή δημοσιογράφος Έλσα Μάξγουελ.

Βιογραφία
Ο Γιάννης Desses γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ήταν ελληνικής καταγωγής. Σε ηλικία 11 ετών σχεδίασε ένα φόρεμα για την μητέρα του με πολύ μεγάλη επιτυχία. Σπούδασε νομικά αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το επάγγελμα αυτό. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1924 και το 1925 άρχισε να σχεδιάζει για τον οίκο ραπτικής Maison Jane στη Rue de la Paix. Το 1937 δημιούργησε το δικό του οίκο ραπτικής στην Avenue George V.

Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Αίγυπτο. Οι δημιουργίες του επηρεάστηκαν από τα ταξίδια του αυτά. Κατασκεύαζε κυρίως πτυχωτές βραδινές τουαλέτες από μουσελίνα κα σιφόν, ολοκέντητα φορέματα, σύνολα από φορέματα με εφαρμοστά σακάκια και αέρινες φούστες. Το 1945 συμμετείχε στην έκθεση μόδας στο Μουσείο του Λούβρου με θέμα «Theatre de la Mode». Το 1946 δημιούργησε την εταιρία αρωμάτων ''Jean Dessès''. Τα αρώματα με την υπογραφή του ήταν τα ''Celui'', ''Gymkana'' και ''Kalispera''. Το 1949 ο Dessès άρχισε την παραγωγή ετοιμοφόρετων ενδυμάτων (prêt-a-porter) για την αγορά της Αμερικής. Από το 1949 και για οκτώ χρόνια ο Guy Laroche εργάστηκε μαζί του ως σχεδιαστής και βοηθός του. Συνεργάστηκαν και για τη δημιουργία του Ινστιτούτου Laroche και αργότερα με τους Fath, Piguet, Carven και Paquin ως μέλος στους “Associated Couturiers”.

O Valentino δούλεψε μαζί του την δεκαετία του 1950 και όπως αναφέρει ο ίδιος ήταν σταθμός για την εξέλιξή του. Από το 1955 σχεδίαζε για τη φίρμα ''Jean Dessès Diffusion'' και το 1956 άνοιξε μπουτίκ στις Galleries Lafayette’s. Την ίδια χρονιά στην Αθήνα άνοιξε σε συνεργασία με τον οίκο γουναρικών Σιστοβάρη τον Οίκο Σιστοβάρη-Dessès. Το 1958 μεταφέρθηκε στο 12 Rond Point des Champs Elysees στο Παρίσι.

Το 1963, στα εξήντα του, ο Jean Dessès λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του μετακόμισε από το Παρίσι στην Αθήνα και ασχολήθηκε με τον οίκο που είχε ανοίξει εκεί οκτώ χρόνια νωρίτερα. Πέθανε στην Αθήνα το 1970.

Την δεκαετία του ’90 αναβίωσαν οι δημιουργίες του με το ενδιαφέρον που υπήρχε για τα ενδύματα της δεκαετίας του ’50. Το γνωστό μοντέλο Naomi Campell το 1999 σε δεξίωση των Christie’s φόρεσε δημιουργία του. Αργότερα το 2001 και το 2006 η ηθοποιός Renee Zellweger και η ηθοποιός και τραγουδίστρια Jennifer Lopez φόρεσαν τουαλέτες του στην απονομή των Academy Awards.

Βιβλιογραφία
*Δημήτρης Δ. Λυμπερόπουλος, «Ελληνική μόδα 1900-2000, ένας αιώνας δημιουργίας» Αθήνα 1999.
*Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, «Πτυχώσεις», Αθήνα, 2004.
*Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, «6 Παγκόσμιοι Έλληνες Σχεδιαστές», Ναύπλιο 2006
*Célia Bertin, "Paris á la Mode", London 1956.
*Ernestine Carter,"With Tongue in Chic", London 1974.
*Eleanor Lambert,"World of Fashion: People, Places, Resources", New York και London 1976.
*Ernestine Carter, "The Changing World of Fashion: 1900 to the Present", London 1977.
*Anne Stegemeyer, "Who's Who in Fashion", Third Edition, New York 1996

Πηγή
Ελληνική Wikipedia

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Πρωταγωνιστές και κομπάρσοι στη χώρα μας

"Oι Eλληνες σχεδιαστές, πλην εξαιρέσεων, διακρίνονται από ερασιτεχνισμό" , της Σάντυς Τσαντάκη για την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Υπάρχει ελληνική μόδα κι αν ναι, τότε ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές της; Μπορεί να δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, όμως υπάρχουν τουλάχιστον σαράντα σχεδιαστές μόδας που δημιουργούν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, με αλήθειες και ψέματα. Τι γίνεται όταν η μόδα μιλάει ελληνικά; Πώς επιβιώνουν -αν επιβιώνουν τελικά- οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι της εγχώριας βιομηχανίας μόδας;

Eπίδειξη κακογουστιάς
Κανείς δεν βγαίνει να μιλήσει ανοιχτά, σαν να πρόκειται για κρατικό μυστικό. Η αλήθεια είναι μία, όμως η ανασφάλεια της παρεούλας είναι μεγαλύτερη. Επιδείξεις μόδας σπανίως πραγματοποιούνται. Και όταν ακόμη γίνονται, γίνονται ετεροχρονισμένα, για τη δόξα, τα φώτα, τις δηλώσεις στις κάμερες. Για να φιλοξενηθούν αργότερα σε τριτοκοσμικές εκπομπές με επίμονα ζουμ στα επίμαχα σημεία, καθώς η μόδα φαίνεται ότι προσφέρεται για άφθονα οφθαλμόλουτρα.
Τα εγχώρια μοντέλα δεν χάνουν ευκαιρία. Εμφανίζονται στην τηλεόραση, σε πρωινές εκπομπές, γίνονται σταρ στον μικρόκοσμό τους. Δεν γυμνάζονται, δεν προσέχουν τη διατροφή τους, περπατούν στην πασαρέλα σαν ξεκούρδιστα ρομποτάκια, με το χαμόγελο της επιτυχίας, χωρίς να μπουν στον κόπο να αντιγράψουν έστω τις ξένες συναδέλφους τους που και δίμμετρες είναι, και περιζήτητες, και έχουν τελειοποιήσει το περπάτημα της γαζέλας Ναόμι ή της Ζιζέλ. Είναι οι ίδιες κοπέλες που λένε για να το πιστέψουν και αυτές ότι «δεν είμαστε άψυχες κρεμάστρες, αλλά ερμηνεύουμε ένα ρόλο, ανάλογα με το ρούχο και τη σκηνοθεσία τού εκάστοτε σχεδιαστή». Αρκεί να έρθει κανένα σούπερ μοντέλο (μία φορά τον χρόνο στην καλύτερη περίπτωση), όπως η Νατάλια Βοντιάνοβα, η Κάρλα Μπρούνι ή η Κλόντια Σίφερ, για να δούμε τη διαφορά.
Δεν φταίνε τα κορίτσια, όμως. Οι εγχώριοι σχεδιαστές, αν και όχι όλοι, προτιμούν να παρουσιάσουν τις συλλογές τους στην τηλεόραση από το να προσκαλέσουν τις πελάτισσές τους σε ντεφιλέ, έστω και σε κάποιο ξενοδοχείο, όπως έκαναν παλιά. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που έχουν συνδέσει την επίδειξη μόδας με το φλύαρο, παραληρηματικό σόου με το κακόγουστο φινάλε με τα νυφικά και τη μουσική υπόκρουση με άριες. Να μην πουλήσουμε στα σίγουρα; Να μην εξοντώσουμε και τους θεατές που κάθονται και παρακολουθούν επί μιάμιση ώρα τα μοντέλα να παρελαύνουν ένα ένα, αργά και βασανιστικά, μέχρι να εξοντώσουν και το τελευταίο τους θύμα; Και σαν να μην ήταν αρκετό, στο τέλος της επίδειξης είθισται να διαβάζει κάποιος με... ντουντούκα τους συντελεστές του σόου και φυσικά τους χορηγούς, φέρνοντας στο νου το μεγάλο παζάρι.

Xαλασμένο τηλέφωνο
Για να μη μιλήσουμε καλύτερα για τις αντιγραφές, δηλαδή το χαλασμένο τηλέφωνο. Οι διεθνείς τάσεις τούς αφήνουν αδιάφορους ή τις θυμούνται μία σεζόν μετά. Oταν καλούνται να απαντήσουν στην ευφάνταστη ερώτηση «Tι θα φορεθεί φέτος;», απαντούν με το γνωστό βαρύγδουπο στυλάκι, με κλισέ του τύπου «Θα φορεθεί πολύ το μαύρο, το μίνι και η γούνα», αναλύοντας στη συνέχεια τι ήταν εκείνο που τους ενέπνευσε, «το ελληνικό φως», «η καθημερινότητα», «το παρελθόν» και ανάλογες γενικότητες.
Η σύγχρονη ελληνική μόδα θα μπορούσε να εμπνέεται πραγματικά από την Ελλάδα, σήμερα, χθες, αύριο, να ακολουθήσει το παράδειγμα των μεγάλων δασκάλων, όπως ήταν ο JeaDesses, όπως είναι ακόμη ο Γιάννης Τσεκλένης για τους νεότερους που εμπνέονται από τις παλιότερες συλλογές του και που ταξίδεψαν την Ελλάδα στον κόσμο… Oμως όχι. Η Ελλάδα στα μάτια τους είναι φολκλόρ, είναι ένα τόπι με μουσελίνα, μια τιρκουάζ πινελιά, άντε το πολύ κι ένας χιτώνας από συνθετικό μετάξι.
Είναι και το «κλίμα» που δεν βοηθάει, κλίμα μίσους, παρά συναδελφικότητας. Για ποια εβδομάδα ελληνικής μόδας μιλάμε όταν δεν μπορούν να καθήσουν στον ίδιο χώρο παραπάνω από τρεις, άντε τέσσερις το πολύ, συνάδελφοι, εκπρόσωποι της μόδας made iGreece; Απόπειρες συσπείρωσης έχουν γίνει στο παρελθόν, αν και χωρίς αποτέλεσμα, αφού απέτυχαν προτού καν ξεκινήσουν.
Αρκετοί Ελληνες σχεδιαστές υπογράφουν ακόμη με τα μικρά τους ονόματα, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να αλλάξουν το κατεστημένο, έχουν συμφιλιωθεί με τη μετριότητα. Δεν υπάρχει λόγος να τους χαϊδεύουμε άλλο. Οι τιμές τους είναι εξωπραγματικές, ζουν κυρίως από τις πωλήσεις των νυφικών, λειτουργούν με τη λογική της υψηλής ραπτικής, αν και με υλικά πρετ-α-πορτέ στην καλύτερη περίπτωση. Διαμαρτύρονται ότι δεν... πουλάνε, ότι δεν προωθούνται σωστά, ότι χαραμίζονται στην πατρίδα τους, αλλά δεν κάνουν καμία προσπάθεια να σταματήσουν να δημιουργούν με ψέματα, να ακολουθήσουν τους διεθνείς κανόνες επιβίωσης στον χώρο της μόδας, βιομηχανίας εξαιρετικά κερδοφόρας σε άλλα κράτη του κόσμου.
Αυτοαποκαλούνται κουτυριέ και δημιουργοί υψηλής ραπτικής, αποπροσανατολίζοντας τις περισσότερες φορές το κοινό τους και χρεώνουν χίλια ευρώ παραπάνω στην παραγγελία της υποψήφιας νύφης, αν εκείνη θελήσει να προσθέσει μανικάκι. Ποιες είναι οι καλύτερές τους πελάτισσες; Οι κυρίες της νύχτας, οι οποίες, όταν δεν φορούν Καβάλι ή Βερσάτσε, μπαίνουν στον κόπο να αναδείξουν, όπως λένε, και κανέναν Ελληνα σχεδιαστή. Τιμή τους και καμάρι τους; Αν μπορούσαν, ας έκαναν κι αλλιώς.
Oι φωτεινές εξαιρέσεις
Κι όμως, υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις, νέοι κυρίως σχεδιαστές που πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα, γι' αυτό και δεν είναι τόσο γνωστοί, αφού έχουν επιλέξει να μην τηλεδιαφημίζονται. Ακόμη λιγότεροι είναι εκείνοι που κάνουν αυτήν τη στιγμή λαμπερή καριέρα στο εξωτερικό. Η Σοφία Κοκοσαλάκη μάς κάνει να νιώθουμε εθνικά υπερήφανοι, όχι μόνο γιατί σχεδιάζει τα κοστούμια για την τελετή έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, αλλά γιατί τα τελευταία χρόνια, κάθε συλλογή της αποτελεί σημείο αναφοράς για τους διεθνείς γκουρού της μόδας που πλέκουν το εγκώμιό της. Δεν είναι τυχαίο ότι πουλάει (και πουλάει καλά) στο Λονδίνο, στο Τόκιο, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και φυσικά στην Αθήνα, ενώ δεν σταματάει να εμπνέεται από τη γενέτειρά της, την Κρήτη, και να το φωνάζει.
Ο Τζον Βαρβάτος, ο βασιλιάς της αμερικανικής ανδρικής μόδας, σχεδιάζει τώρα και γυναικεία. Ο Κώστας Μουρκούδης, παλιότερα βοηθός του Χέλμουτ Λανγκ, σήμερα μάχεται ανάμεσα στα ιερά τέρατα της μόδας. Είναι και ο Πίτερ Σπιλιόπουλος, ο οποίος σχεδίαζε μέχρι πρότινος για τον οίκο Cerruti και σήμερα είναι ο αντιπρόεδρος και desigdirector στην Ντόνα Κάραν στη Νέα Υόρκη. Ο Αγγελος Φρέντζος, ο «δικός» μας Αλεξάντερ ΜακΚουίν, συνεπής απέναντι στην τέχνη του όσο και στο κοινό του, δεν πουλάει τα ρούχα του μόνο στην Αθήνα, αλλά και στο Μιλάνο, στο Τόκιο, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Ο Γιώργος Ελευθεριάδης, ο Παύλος Κυριακίδης, η Βάσω Κόνσολα έχουν χαράξει τη δική τους ταυτότητα με αφοσιωμένο κοινό, υποστηρίζοντας οτιδήποτε διαχρονικό.
Είναι κι ένας ρομαντικός Ελληνας που ζει μόνιμα στο Παρίσι, ο Ioannis Guia, ο οποίος δημιουργεί σε μικρότερη κλίμακα, ξεσπώντας και ανατρέποντας πατρόν στο μικροσκοπικό ατελιέ τους στην place des Vosges. Ευτυχώς που έχουμε και τα ταλαντούχα δίδυμα της μόδας, τους «δικούς» μας Ντόλτσε&Γκαμπάνα, τους «δικούς» μας Βίκτορ&Ρολφ: τους Deux Hommes και τους Harris&Angelos, που δεν σταματούν να μας ξαφνιάζουν ευχάριστα.
Η Λουκία αποτελεί σταθερή αξία, η τελευταία των ρομαντικών, μια ενδυματολόγος με αιτία, πάντα με θεατρικές ανησυχίες. Η Σήλια Κριθαριώτη είναι η βασίλισσα των νυφικών. Επιστρέφει μαθαίνουμε και η Δάφνη Βαλέντε, η οποία τα τελευταία χρόνια σχεδίαζε αποκλειστικά κοσμήματα και σκοπεύει τώρα να δημιουργήσει νυφικά και βραδινά φορέματα, πάντα με έμφαση στις λεπτομέρειες. Στη Θεσσαλονίκη ο Nikolas, ο Kωνσταντίνος Σιμεώνης, η Aντρια Παπαδοπούλου, ο Constantinos έχουν τη δική τους πελατεία. Η σύγχρονη γενιά εκπροσωπείται από τον Αγγελο Μπράτη, τον Σπύρο Απκαριάν, την Ορσαλία Παρθένη, τον Χριστόφορο Κοτέντο… Oπως και να 'χει, το χειροκρότημα τους ανήκει. Κυρίως για την υπομονή τους.

Σάββατο 12 Απριλίου 2008

Μόδα με κοινωνικό πρόσωπο



Με ενδιαφέρουσες παρουσίες, έναν διαγωνισμό νέων σχεδιαστών αλλά και συμμετοχή μη κυβερνητικών, μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που προβάλλουν υγιή πρότυπα εμφάνισης και στάσης ενός εκάστου απέναντι στο περιβάλλον, ξεκινά απόψε η Διεθνής Εβδομάδα Μόδας στο κτήριο της Εθνικής Ασφαλιστικής πλάι στο «Ιντερκοντινένταλ».

Προκειμένου να δείξουν τις συλλογές τους για το φθινόπωρο και το χειμώνα 2008-09 και να «βελτιώσουν το στίγμα της ελληνικής μόδας», όπως χαρακτηριστικά είπε η διοργανώτρια Τόνια Φουσέκη, έχουν ήδη φθάσει από το εξωτερικό ο... γαλλοποιημένος Έλληνας Ioannis Guia, η εξ Ιταλίας πλέον ορμώμενη Thes Tziveli, η Nicky Hilton, ο και πρόεδρος της Ένωσης Σχεδιαστών μόδας της Ρουμανίας Catalin Botezatu και η απόγονος της θρυλικής οικογένειας Ferragamo, Vivia, με δική της σειρά. Την παρθενική της εμφάνιση στην πασαρέλα, όχι φυσικά ως μοντέλο, κάνει η Βίκυ Κουλιανού, που λανσάρει τη σειρά πρετ-α-πορτέ αλλά με ιδιαίτερη επεξεργασία σε κάθε ρούχο ώστε να το κάνει μοναδικό «Βίκυ Κουλιανού by Christos Β»

Την επιλογή των μοντέλων για τις πασαρέλες έκανε η διοργανώτρια εταιρεία από κοινού με την οργάνωση «Ανάσα», που δραστηριοποιείται στην ενημέρωση του κοινού για τις διατροφικές διαταραχές, και ειδικότερα τη νευρική ανορεξία. «Ο χώρος της μόδας χρειάζεται υπενθύμιση για τα υγιή πρότυπα», είπε το μέλος της «Ανάσας», Άρης Βασιλειάδης, στη συνέντευξη Τύπου. Μια άλλη μη κυβερνητική οργάνωση, το «Ινστιτούτο Ομάδα για τον Κόσμο», θα είναι επίσης παρούσα στην εκδήλωση της μόδας, μια και θεωρεί, όπως το διατύπωσε ο πρόεδρός της Γιώργος Καζατζόπουλος, ότι ακόμη και στις συλλογές ρούχων μπορούν να ενσωματωθούν προτάσεις που θα βοηθούν στην επαναχρησιμοποίηση-ανακύκλωση υλικών, αλλά και για νέες πρώτες ύλες, φιλικές προς το περιβάλλον. Άλλωστε ποιος είναι ο στόχος; Να έχουμε το μικρότερο δυνατό αποτύπωμα στον πλανήτη και η ενασχόληση του καθενός από εμάς με το περιβάλλον να είναι πάντα στη μόδα! Για τους σκοπούς της οργάνωσης θα γίνει, με συμβολικό εισιτήριο 10 ευρώ, συναυλία των C-Real το βράδυ της Δευτέρας. Αντί για επίλογο, να σημειώσουμε με χαρά ότι η Xclusive διοργανώνει την ερχόμενη Τρίτη... θερμή ημερίδα με θέμα «Ελληνική Μόδα. Δημιουργοί, Επιχειρήσεις, Εξωστρέφεια. Ποιος ο ρόλος της πολιτείας», με τη συμμετοχή δεκάδων ομιλητών. Για πληροφορίες, ο τηλεφωνικός αριθμός είναι 210-9211013.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Σάββατο 12 Απριλίου
18.30: Penelope Zagoras
19.15: Ioanna, Christian Livaditis, Elli Papakosta (New Designers)
20.00: Vas. Assimomiti, Rania Angelakou, Andr. Georgiou (New Designers)
20.45: Angel - D by Katerina Dapi
21.30: Vivia Ferragamo (Ιταλία)

Κυριακή 13 Απριλίου
17.45: Marios Messios (Κύπρος)
18.30: Miltos19.15: Catalin Botezatu (Ρουμανία)
20.20: Notis Panagiotou-Marina Zachou (Κύπρος)
20.45: Katerina Karoussos
21.30: Thes Tziveli (Ιταλία)

Δευτέρα 14 Απριλίου
18.30: New Designers Award
19.15: DYFO20.00: Vicky Koulianou by Christos Β
20.45: Nicky Hilton (ΗΠΑ)
21.30: Ioannis Guia (Γαλλία)




Έρση Βατού, Ελευθεροτυπία, 12 Απριλίου 2008

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

Thèâtre de la Mode

Thèâtre de la Mode (Το θέατρο της μόδας) ήταν ο τίτλος της έκθεσης που έγινε στο Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών ( Musee des Arts Decoratifs) του Παρισιού το 1945-1946. Ήταν από τα σημαντικότερα γεγονότα στο χώρο της μόδας όπου έδωσε νέα ώθηση στην παριζιάνικη μόδα μετά το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου και έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο ότι το Παρίσι συνέχιζε να φτιάχνει υπέροχα ενδύματα.

Εκείνη την χρονική περίοδο οι Γάλοι ήταν φοβισμένοι, απογοητευμένοι και στερημένοι από τον πόλεμο προσπαθώντας να συνέλθουν και να αρχίσουν να ζουν πάλι φυσιολογικά. Η Γαλλία ήταν ανίσχυρη και τα οικονομικά της σε κακή κατάσταση. Στα πλαίσια της ανοικοδόμησης και της στήριξης της Γαλλίας αλλά και των γάλων σε αυτή την δύσκολη φάση ο τότε υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του Γαλλικού Επιμελητηρίου των Σχεδιαστών Μόδας, Robert Ricci ( γιος της Nina Ricci και συνιδρυτής του ομώνυμου οίκου μόδας) πρότεινε να αναλάβει το Επιμελητήριο την οργάνωση μιας μεγάλης έκθεσης μόδας όπου τα εισιτήρια της θα βοηθούσαν αυτό το σκοπό.

Παρά τον ενθουσιασμό που υπήρχε με τις συμμετοχές σχεδιαστές δεν είχαν τα υλικά που χρειάζονταν για τις δημιουργίες τους για μια τέτοια έκθεση. Ο συνεργάτης του Ricci, Paul Caldagues, έδωσε την λύση προτείνοντας την παρουσίαση των ενδυμάτων σε ειδικά κατασκευασμένες κούκλες όπου η χρήση των υλικών θα ήταν η ελάχιστη δυνατή. Έτσι ανατέθηκε στον Eliane Bonabel να σχεδιάσει τις κούκλες μινιατούρες και την υλοποίηση τους ανέλαβε ο Jean Saint-Martin. Οι κούκλες, οι οποίες καθεμιά είχε το δικό της στυλ, είχαν 70 εκατοστά ύψος, ήταν φτιαγμένες από συρμάτινο πλέγμα και τα κεφάλια τους ήταν λευκά, γλυπτά, από γύψο, κατασκευασμένα από την παιδική φίλη του Πικάσο, Joan Rebull. Την καλλιτεχνική διεύθυνση της έκθεσης ανέλαβε ο Christian Bèrard (ζωγράφος και διακοσμητής) και τον φωτισμό ο Boris Kochno (συνεργάτης του Serge Diaghilev στα Ρώσικα Μπαλέτα). Οι ζωγράφοι Andrè Dignimont, Georgew Douking, Emilio Grau-Sala και Louis Touchgues μαζί με τους σκηνογράφους George Wakhevitch, Jean-Denis Malclès και Andrè Beaurepaire επιμελήθηκαν τον χώρο της έκθεσης. Την μουσική ανέλαβε ο Henri Sauguet. Πενήντα τρεις οίκοι μόδας συμμετείχαν στην έκθεση ανάμεσα τους και οι Worth, Molyneux, Schiaparelli, Jacques Fath, Hermes, Balenciaga, Lelong, Carven, Madame Gres, Pierre Balmain, Jean Desses, Paquin, Nina Ricci, Callot Soeurs, Robert Piguet, Maggy Rouff, Marcel Rochas κ.α.

Στην έκθεση, που άνοιξε στις 27 Μαρτίου του 1945, παρουσιάστηκαν σε 13 «σκηνές», 237 δημιουργίες, από πρωινά ενδύματα μέχρι βραδινές τουαλέτες, συνοδευόμενα από εσώρουχα και αξεσουάρ (γάντια, τσάντες, ζώνες κ.λπ.) φτιαγμένα όλα με τέτοια λεπτομέρεια και προσοχή ώστε να ικανοποιούσαν και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη. Η μόνη διαφορά τους ήταν ότι είχαν φτιαχτεί σε κλίμακα 1:3. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα μικροσκοπικά κουμπιά περνούσαν μέσα σε κουμπότρυπες κατασκευασμένες όλες στο χέρι, τα καπέλα είχαν το μέγεθος νομίσματος και τα παπούτσια μινιατούρες ήταν φτιαγμένα από γνωστούς υποδηματοποιούς της εποχής. Γούνες, φτερά και κοσμήματα (κατασκευασμένα από τους Cartier και Van Cleef & Arpels) ήταν στερεωμένα στα μαλλιά τα οποία είχαν επιμεληθεί οι κομμωτές Antoine και Guillaume.

Περισσότεροι από εκατό χιλιάδες άτομα επισκέφθηκαν την έκθεση από τις πρώτες εβδομάδες λειτουργίας της. Εκτός όμως από το μεγάλο ποσό που εισπράχθηκε από τα εισιτήρια και το κλίμα αισιοδοξίας που δημιουργήθηκε, η έκθεση ωφέλησε την γαλλική βιομηχανία της μόδας να ανοίξει τα φτερά της προς την Αμερική.

Λόγω της μεγάλης επιτυχίας της η έκθεση ταξίδεψε με επιτυχία στο Λονδίνο, Μπαρτσελόνα, Κοπενχάγη, Στοκχόλμη, Βιέννη και τέλος στη Νέα Υόρκη και το Σαν Φραντζίσκο.

Για σαράντα περίπου χρόνια το υλικό της έκθεσης θεωρούνταν χαμένο ώσπου στις αρχές της δεκαετία του 1950 η Alma Spreckels μέλος του συμβουλίου του Maryhill Museum of Art στην Ουάσινγκτον κανόνισε να μεταφερθούν οι κούκλες στο Μουσείο για φύλαξη. Από το 1954 η έκθεση στεγάζεται μόνιμα στο Maryhill Museum of Art.


Εκδόσεις

* «Théâtre de la Mode - Fashion Dolls: The Survival of Haute Couture» των Edmond Charles-Roux Herbert R. Lottman, Stanley Garfinkel, Nadine Gasc, Colleen Schafroth, Paris Vogue, Susan Train, 2002 Palmer - Pletsch Publishing

*Το 1991 εκδόθηκε το βιβλίο "''Theatre de la Mode''" από τον εκδοτικό οίκο Rizzoli με την ευκαιρία της έκθεσης στο ''Metropolitan Mueum of Art'' στη Νέα Υόρκη.

Βιβλιογραφία

*François Baudot,“A century of fashion”, Thames & Hudson


Πηγή


* Wikipedia

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

20 χρόνια Christian Lacroix

Το Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών του Παρισιού (Le Musee des Arts Decoratifs-Musée de la Mode et du Textile) φιλοξενεί ένα σημαντικό γεγονός για τoν κόσμο της μόδα, την έκθεση «Christian Lacroix - Histories de Mode». Ο ίδιος ο Christian Lacroix την έχει επιμεληθεί αποκλειστικά, μετά από 2 χρόνια προετοιμασίας και 150 χρόνια ‘μόδας’.

Ξεκινώντας από την δεκαετία του 1850 φτάνοντας μέχρι σήμερα και από την Chanel και τον Yves Saint Laurent στους σημερινούς σχεδιαστές η έκθεση βασίζεται σε μια σειρά από ιστορικά ενδύματα από τις συλλογές του Musee des Arts Decoratifs , αντιπροσωπευτικές δημιουργίες του ίδιου του Christian Lacroix στην 20ετη πορεία του στο σχεδιασμό ενδυμάτων και στον καινοτόμο σχεδιασμό της έκθεσης ώστε τα ιστορικά ενδύματα να συνυπάρχουν αρμονικά στο χώρο με τις σύγχρονες δημιουργίες του σχεδιαστή.

Η έκθεση παρουσιάζεται σε 30 βιτρίνες και στα 2 πατώματα του Μουσείου. Οι 2 πρώτες βιτρίνες περιέχουν μόνο άσπρα ενδύματα κρεμασμένα σε κρεμάστρες ή σε απλά κυλιόμενα stands. Ακολουθεί μια έκρηξη χρωμάτων όπου κάθε προθήκη έχει το όνομά της όπως patchwork, ιστορία της μόδας, μαύρη, lame, του χρώματος των λουλουδιών, πουά, ασπρόμαυρη κ.α. Στις προθήκες αυτές παρουσιάζονται δημιουργίες των Givenchy, Paco Rabanne, Yves St. Laurent, Chanel, Vionnet, Dior, ο Pierre Cardin, Balenciaga, Lanvin, Gres, Martin Mangiela, και πολλών άλλων. Διαφορετικό τόνο στην έκθεση δίνουν οι 3 δημιουργίες του Lacroix μπροστά από κάθε βιτρίνα δείχνοντας έτσι αναδρομικά την δουλειά του και κατά συνέπεια το ταλέντο του.

Η έκθεση συνοδεύεται από κατάλογο: «Christian Lacroix : Histoires de Mode» συλλογικό έργο των Olivier Saillard, Patrick mauries & Christian Lacroix, με φωτογραφίες του Gregoire Alexandre.
Με την έκθεση γιορτάζεται και η 20ή επέτειος του οίκου ραπτικής του Christian Lacroix τον οποίο άνοιξε το 1987 σε συνεργασία με τον πλούσιο βιομήχανο Bernard Arnault.

Ο σχεδιαστής γεννήθηκε στην πόλη Arles, στη νότια Γαλλία. Το 1969 μετακόμισε στο Montpellier για να σπουδάσει ιστορία της τέχνης και το 1973 συνέχισε τις σπουδές του στη Σορβόννη και στο Ecole du Louvre. Η φιλοδοξία του ήταν να γίνει επιμελητής μουσείου. Η γνωριμία του με τον Jean-Jacques Picart θα τον βοηθήσει να γνωρίσει τον κόσμο της μόδας και τελικά να βρει δουλειά στον Hermes το 1978 και μετά στον Guy Paulin το 1980. Το 1981 θα εργαστεί στο Οίκο του Jean Patou.

Ζώντας στην Arles όπου ήταν έντονα τα στοιχεία του ισπανικού πολιτισμού, ο Christian Lacroix είχε εξοικειωθεί από την παιδική του ηλικία με τις ταυρομαχίες και την ισπανική μουσική. Συνεπώς, οι ισπανικοί σχεδιαστές μόδας είναι πάντα μια μεγάλη πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν. Θαύμαζε πάντα τους Balenciaga, Castillo και Sybilla. Το μίγμα χρωμάτων, υφασμάτων και σχεδίων που παίζει μεγάλο ρόλο στην δουλειά του προέρχεται από μια εικόνα των παιδικών του χρόνων που του έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη: οι τσιγγάνοι που επανειλημμένα συναντούσε στην Arles με τα ετερόκλητα μαντίλια, τα ριγωτά ενδύματα και το υπεροπτικό τους παράστημα.

Είκοσι έτη αργότερα, ο Christian Lacroix έχει γίνει όχι μόνο ένας από τους ο πιο γνωστούς και καταξιωμένους σχεδιαστές μόδας αλλά και επιτυχημένος ως σκηνογράφος ενδυματολόγος στη «Φαίδρα» και στο «Cyrano de Bergerac», ως συγγραφέας («pele-Mele» (1990), «Qui est là;» (2005)), αλλά και ως διακοσμητής εσωτερικών χώρων (είναι αρμόδιος για το εσωτερικό του TGV, του δικτύου της Γαλλίας των τραίνων υψηλής ταχύτητας, καθώς επίσης και διάφορων παρισινών ξενοδοχείων).

Η έκθεση τελειώνει στις 26 Απριλίου 2008.


Le Musee des Arts Decoratifs
Musée de la Mode et du Textile
107, rue de Rivoli
75001 Paris


Tél. : 01 44 55 57 50

http://www.lesartsdecoratifs.fr/fr/02museemode/index.html

Τρίτη με Παρασκευή 11π.μ.-6 μ.μ.
Σάββατο & Κυριακή 10π.μ.-6 μ.μ.
Ανοιχτά ως τις 9 μ.μ. κάθε Πέμπτη
Κλειστά τη Δευτέρα

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Picasso, Suite 347

"Picasso, Suite 347" ονομάζεται η έκθεση που φιλοξενείται στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ και περιλαμβάνει 347 χαρακτικά που ο σπουδαίος καλλιτέχνης δημιούργησε από τις 16 Μαρτίου έως τις 5 Οκτωβρίου του 1968. Η συλλογή των χαρακτικών ανήκει στο ίδρυμα Bancaja της Βαλένθια. Την έκθεση συμπληρώνει υλικό από το γαλλικό Τύπο της εποχής, το οποίο εντοπίστηκε στο αρχείο Σπιτέρη, που αποτελεί πολύτιμο απόκτημα του Τελλόγλειου.

Παράλληλα με την έκθεση του Picasso έχουν στηθεί άλλες δύο ενδυματολογικές εκθέσεις: «Ο El Greco από το πλατώ στην οθόνη» και «Γιάννης Τσεκλένη 1977-78, Η αναφορά μου στον Greco» που δίνουν την ευκαιρία για ενδιαφέροντες παραλληλισμούς, αφού στο έργο του ο Picasso αξιοποίησε με τον δικό του τρόπο την έμπνευση του από έργα του Γκρέκο, όπως και του Τιτσιάνο.

Η έκθεση «Ο El Greco από το πλατώ στην οθόνη» περιλαμβάνει μια σειρά κοστουμιών που κατασκευάστηκαν για την πολυβραβευμένης ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή «El Greco» και έργα τέχνης που χρησιμοποιήθηκαν ως σκηνικά στην ίδια ταινία και που επιμελήθηκαν οι ζωγράφοι Σάββας Γεωργιάδης, Στέλιος Πετρουλάκης και Νίκος Μόσχος. Δίπλα στα πολύτιμα υφάσματα των κοστουμιών από βελούδο, μεταξωτό ταφτά, μουσελίνες, μπροκάρ, άγριο μαλλί και δέρμα θα εκτεθούν τα αντίγραφα των έργων του El Greco σε φυσικό μέγεθος, πανομοιότυπα με τα αληθινά, αλλά και σπαθιά, παλέτες, πινέλα, πήλινα και γυάλινα δοχεία χρωμάτων, γύψινα εκμαγεία χεριών, βουλοκέρια, φτερά γραφής και άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στα γυρίσματα της ταινίας, και αποτελούν αποτέλεσμα της δουλειάς του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή, του σκηνογράφου Δαμιανού Ζαρίφη, της ενδυματολόγου Lala Huete, που συνεργάστηκαν για να αναπαραστήσουν την εποχή του El Greco. Την έκθεση επιμελήθηκε η Ελένη Σμαραγδή, που είναι και παραγωγός της ταινίας.

Η έκθεση του Πικάσσο, όπου ο μεγάλος Ισπανός καλλιτέχνης επιμένει σε αναφορές στο έργο του Γκρέκο «Η Ταφή του Κόμη Οργκάθ» (τοιχογραφία του 1586 στην εκκλησία του Αγ. Θωμά στο Τολέδο), για το οποίο επιπλέον ο Picasso έγραψε ένα θεατρικό έργο και ολοκλήρωσε το 1970 μια σειρά χαλκογραφιών, ήταν η αφορμή για να συνδυαστεί με τη θεματική συλλογή κοστουμιών του Γιάννη Τσεκλένη με τίτλο «Γιάννης Τσεκλένη 1977-78, Η αναφορά μου στον Greco». Ο Τσεκλένης, αυτός ο ξεχωριστός και ιδιόμορφος δημιουργός σε ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό πεδίο, στον χώρο των λεγόμενων εφαρμοσμένων τεχνών, του ντιζάιν και της μόδας, αξιοποίησε την ίδια πηγή, το ίδιο έργο του Greco, με άλλη ματιά, σε άλλο χώρο και τόπο και φυσικά με άλλα αποτελέσματα, ρίχνοντας μια διαφορετική ματιά στον χώρο της μόδας, με συμμάχους αυτούς που «θέλουν να βλέπουν την ζωή με εικαστική ματιά».Τα κοστούμια ανήκουν στο Πελοποννησιακό Λαογραφική Ίδρυμα στο οποίο ο Γιάννης Τσεκλένης έχει δωρίσει όλες του τις συλλογές.

Και οι τρεις εκθέσεις θα διαρκέσουν μέχρι τις16 Απριλίου 2008.
Ώρες λειτουργίας εκθέσεων: Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή, 09:00-14:00, Τετάρτη, 09:00-21:00, Σάββατο-Κυριακή 10:00-18:00.

Για περισσότερες πληροφορίες:
http://www.tf.auth.gr/teloglion/
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ
Αγ. Δημητρίου 159Α
546 36 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Τηλ.: +30 2310247111,
+30 2310991610
Fax: +30 2310991610

e-mail: teloglion@auth.gr

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Φορεσιά Αμαλία

Στη διαμόρφωση της ελληνικής φορεσιάς των αρχών του 19ου αιώνα ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδος, η Αμαλία (1837), σύζυγος του Όθωνα. Στην προσπάθειά της να πλησιάσει ενδυματολογικά τον «παραξενοντυμένο» λαό της δημιούργησε, ένα ρομαντικό φολκλορικό αυλικό ένδυμα που έμεινε στην ιστορία ως «Αμα­λία» και έγινε η εθνική γυναικεία φορεσιά. Τη φορεσιά αυτή τη φόρεσαν όλες οι αστές στα ελεύθερα Βαλ­κάνια, ακόμα και στα τουρκοκρατούμενα, μέχρι και το Βελιγράδι. Οι κατά τόπους «αμαλιοποιημένες» φορεσιές ήταν πολ­λές φορές μια απλή τροποποίηση ενδυμάτων που ήδη υπήρχαν, κυρίως συνόλων με φουστάνι. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις της μανιάτικης φορεσιάς και της κυπριακής αστικής ενδυμασίας.

Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βα­σικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα. Το φουστάνι ή καβάδι είναι σε στιλ Biedermeier, από πολύτιμη στόφα , συχνά χρυσοΰφαντη, και έχει μπούστο ανοιχτό για να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκάμισου. Το κοντογούνι είναι βελούδινο, συνή­θως σε σκούρο χρώμα, με πλούσθα χρυσοκέντητη διακόσμηση και πάρα πολύ εφαρμοστό. Στο κεφάλι φοριέται το φέσι ή το καλπάκι. Το φέ­σι, που αρχικά ήταν μεγάλο, το φορού­σαν οι παντρεμένες με πολλούς τρό­πους, κυρίως όμως σπαστό. Μεγάλη σημασία είχε η φούντα του, το παπάζι, καμωμένη από χρυσές κλωστές, πλεγ­μένες κοτσίδα, και στολισμένη με μαρ­γαριτάρια ή πούλιες. Τα κοσμήματα ήταν κυρίως ευρωπαϊ­κής τέχνης, αν και παλιότερα οι Αθη­ναίες αρχόντισσες φορούσαν στον λαι­μό τη χανάκα, κόσμημα από αλυσίδες, απ' όπου κρέμονταν χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας.

Ως εθνική ενδυμασία, η φορεσιά της Αμαλίας κακοποιήθηκε από πολλές καλο­προαίρετες μητέρες, σε πανελλήνια κλίμακα, όταν την αντέγραφαν για να τη φο­ρέσουν τα κοριτσάκια τους στις 25 Μαρτίου, ημέρα της εθνικής εορτής των Ελλήνων, και τούτο, γιατί για μεγάλο χρονικό διάστημα οι τοπικές μας φορεσιές δεν έχαιραν εκτιμήσεως.

Πηγή
Ιωάννα Παπαντωνίου, "Η Ελληνική ενδυμασία, από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αι.", Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2000.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Η γυναικεία νεοελληνική φορεσιά

H γυναικεία νεοελληνική φορεσιά είναι φτιαγμένη, θα 'λεγε κανείς, περισσότερο για να εντυπωσιάζει παρά για να αναδείξει την ομορφιά του κορμιού. Έχει ρίζες ως προς την υφαντική στην αρχαιότητα, και ως προς το σχήμα, στο Βυζάντιο και στη Δύση (Αναγέννηση). Τα διάφορα στοιχεία πού δέχτηκε κι από άλλες, πολλές και ποικίλες επιδράσεις, τα προσάρμοσε πάντα στις ελληνικές ανάγκες. Με το πέρασμα των χρόνων, τα στοιχεία αυτά - αρχαιοελληνική και βυζαντινή παράδοση, ξένες επιδράσεις και φυσικό περιβάλλον - δημιούργησαν μια αφάνταστη ποικιλία: σε κάθε επαρχία, κάθε πόλη, κάθε χωριό συναντάμε δύο ή τρεις παραλλαγές τής ίδιας τοπικής φορεσιάς.

Η εντυπωσιακή ποικιλία των ενδυματολογικών συνόλων που επέζησαν σε όλα τα διαμερίσματα της χώρας μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι συνυπήρχαν στον ίδιο χώ­ρο νεότερες και παλιότερες παραλλαγές, ή μπερδεύονταν πάνω στην ίδια φορεσιά διά­φορα τμήματα τους. Αν κατατάξουμε τις φορεσιές σε τύπους με βάση τον χρό­νο, δηλαδή σε παλιότερους (1850-1900) και νεότερους (1900-1940), τότε ένα χωριό μπορεί να ντύνεται με τον παλιότερο τρόπο, ενώ ένα άλλο να συνδυάζει τον νεότερο με τον παλιότερο τρόπο πάνω στην ίδια φορεσιά. Είναι φορές που στο ίδιο χωριό η γιορτι­νή ενδυμασία είναι του παλιού τύπου και η καθημερινή του νέου. Σε όλα αυτά, που α­φορούν κατά κύριο λόγο τα αχνάρια των φορεσιών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα υφάσματα και τα διάφορα εξαρτήματα που τα έφερναν άλλοτε από τη Δύση κι άλλοτε από την Ανατολή, ή ακόμα από τα Ιεροσό­λυμα με τα «χατζηλίκια», και πάνω από όλα από την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή από το Παρίσι της οθωμανικής αυτοκρατο­ρίας. Στην Πόλη κατέληγαν, άλλωστε, όλα τα είδη πολυτελείας κι από εκεί διοχετεύο­νταν με τους πραματευτάδες σε ολόκληρη την επικράτεια. Τέλος, θα πρέπει να προ­στεθούν και τα κεντητικά μοτίβα από την Ανατολή, τη Δύση, τον Βορρά και τον Νότο, που συ­νυπάρχουν με τα γηγενή, αν καταφέρει κα­νείς να τα διακρίνει και να τα κατατάξει.

Μέρη της γυναικείας φορεσιάς


Όλες οι γυναικείες φορεσιές έχουν ένα βασικό φόρεμα, το πουκάμισο, ένδυμα κλειστό, συνήθως με μανίκια, με ένα κα­τακόρυφο άνοιγμα για τον λαιμό. Το μή­κος του και τα χρώματα ποικίλλουν, με κυρίαρχο το λευκό χρώμα. Αποτελείται από ένα κεντρικό μονοκόμματο τμήμα, εμπρός-πίσω, και από πλαϊνά λοξά ή ίσα φύλλα, που του προσδίδουν το απαιτού­μενο φάρδος για άνετη κίνηση.

Όλες σχεδόν οι γυναικείες φορεσιές έχουν ένα εσώρουχο, τη φανέλα, με διακοσμη­τικά πρόσθετα περικάρπια, που φοριέται κυρίως με τις επίσημες φορεσιές. Σπάνιο είναι το εσώρουχο βρακί, που έχει συνήθως μήκος ανάλογο με το μήκος του που­κάμισου. Τα ποδονάρια του βρακιού στολίζονται μόνον όταν φαίνονται κάτω από το πουκάμισο.

Οι γυναικείες φορεσιές έχουν ως ενδιάμεσο ή κύριο ένδυμα ένα φόρεμα, κομμένο ή άκοπο στη μέση, αμάνικο ή με μανίκια, σε μήκος που ποικίλλει κατά περίπτωση. Παίρνει συνήθως το όνομα του υφάσματος από το οποίο είναι ραμμένο, ή λέγεται φουστάνι. Γυναικείες φορεσιές με κύριο ένδυμα τη βράκα συναντάμε στη Λέσβο και στις μι­κρασιατικές ελληνικές πόλεις. Άλλο ενδιάμεσο ένδυμα είναι η φούστα, που συχνά δεν είναι άλλο από ένα φουστάνι που έχασε με τον καιρό το πανωκόρμι του. Άλλοτε πάλι το ενδιάμεσο ένδυμα είναι ένα φόρεμα-πανωφόρι με μανίκια (καφτάνι, αντερί, καβάδι, κ.λπ.), πιο κοντό από το πουκάμισο, τις περισσότερες φορές α­πό αγοραστό ύφασμα.

Το εξωτερικό ένδυμα είναι ένα πανω­φόρι, συνήθως αμάνικο και πιο σπάνια με μανίκια (σεγκούνι, γιούρδα, φλοκά­τα, πιρπιρί, τζουμπές, κ.λπ.), ραμμένο από μάλλινο δίμιτο ύφασμα της νεροτριβής, το λεγόμενο σαγιάκι, είδος τσό­χας. Πολλές φορές όμως το πανωφόρι αυτό είναι από λευκό, μπλε ή μαύρο και, πολύ σπάνια, από σκούρο πράσινο, σχεδόν λαδί, βαμβακερό ύφασμα, και έ­χει μανίκια. Το ένδυμα αυτό λέγεται σαγιάς (σε ορισμένα μέρη λέγεται και η σαγιά). Στον ελληνικό χώρο συναντάμε δυο ακόμα ενδύματα, τον καπλαμά των Μεγάρων και το καβάι της Καρπάθου, που και αυτά κατατάσσονται στην ομάδα των σαγιάδων. Το καβάι κρατάει το όνομα παλιότερου ενδύματος ενώ ο καπλαμάς παίρνει το όνομα αυτό από τη φόδρα του, τον καπλαμά.

Χαρακτηριστική στις γυναικείες χωρικές φορεσιές είναι η ποδιά, γιατί το τμήμα του σώματος που καλύπτει αφενός προσφέρεται για διακόσμηση -παρέχει μια ενιαία σχεδόν επιφάνεια- και αφετέρου έχει συμβολικό χαρακτήρα, μια και καλύπτει την πιο σημαντική για τη γυναίκα περιοχή. Παλιότερα η ποδιά φοριόταν μόνον ως τελετουργικό ένδυμα, ενώ σε πολλές περιοχές της Ελλάδος δεν φορέθηκε ποτέ. Μόνο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα συναντάμε δύο είδη ποδιάς, τη γιορτινή και εκείνη της εργασίας. Η ποδιά φορέθηκε και ως ένδυμα προστασίας από το κρύο όπως στη Βόρειο Ελλάδα, ή για να κα­λύψει κάποια ενδυματολογική ασχήμια, όπως στις Κυκλάδες.

Στα πόδια φορούν πλεκτές κάλτσες, βαμ­βακερές, μάλλινες ή μεταξωτές, σε μή­κος ανάλογο με το μήκος του πουκάμι­σου. Σε πολλά χωριά, το καλοκαίρι, οι γυναίκες δεν φορούσαν κάλτσες και παπούτσια. Στους αγροτικούς και ποιμενικούς πλη­θυσμούς τα υποδήματα είναι σχεδόν ί­δια για άνδρες και γυναίκες και φτιά­χνονται πρόχειρα από τους ίδιους. Στα αστικά κέντρα και στα νησιά πιο συνη­θισμένα είναι τα κεντητά πασούμια και σπανιότερες οι μπότες, που τις συνήθιζαν, στα νησιά κυρίως, ως υπο­δήματα της δουλειάς. Χαρακτηριστικά γυναικεία υποδήματα είναι και τα τερλίκια, άλλοτε πλεκτά και άλλοτε από τσόχα ή σαγιάκι που είναι κυρίως υποδήματα του σπιτιού. Στον δρόμο, πάνω από τα τερλίκια, φορούσαν δερμάτινες παντούφλες ή ξύλινα τσόκαρα.

Οι γυναικείες φορεσιές είναι κατάφορτες με αργυρά και άλλα κοσμήματα, σε περί­πλοκους συνδυασμούς, κοσμήματα που στολίζουν το κορμί και το κεφάλι. Πολύ­πλοκα είναι επίσης τα κεφαλοκαλύμματα και τα κεφαλοδέματα, κυρίως τα νυφικά, που διευθετούνται με ξεχωριστή πάντα φροντίδα από γυναίκες που η κοινότητα θεωρεί ως ειδικές.

Οι γυναικείες ελληνικές τοπικές φορεσιές έχουν τολμηρούς χρωματικούς συνδυα­σμούς και παρουσιάζουν συχνά μεγάλη φαντασία στον τρόπο που φοριούνται τα διάφορα τμήματα τους και στα χίλια δυο στολίδια που τις ποικίλλουν.

Φωτογραφίες
"Χορός στην Πνύκα" του P.Bonirote, 1842. Λάδι, συλλογή Ιδρύματος Επισκόπου Μακαρίου Γ', Λευκωσία.
"Γυναίκες της Μυκόνου", του Tournefort, 1700-2. Χαρακτικό.
Λεπτομέρειες διαφόρων τμημάτων της φορεσιάς της Μυκόνου, του Tournefort, 1700-2. Χαρακτικό.
"Γυναίκα από τα Μέγαρα", O.M.von Stackelberg, 1811.

Πηγή
Ιωάννα Παπαντωνίου, "Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς", Εθνογραφικά 1, Ναύπλιο 1978.
Ιωάννα Παπαντωνίου, "Η Ελληνική ενδυμασία, από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αι.", Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2000.